συγύριο
Смотреть что такое "συγύριο" в других словарях:
συγύρι — και συγύριο και σύγυρο και σύγιουρο, το, Ν 1. συγύρισμα, τακτοποίηση 2. κάθε εξωτερικός χώρος οικίας, όπως είναι λ.χ. η αυλή ή ο κήπος 3. (κυρίως στον πληθ.) τα συγύρια τα οικιακά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παράγωγο τού ρ. συγυρίζω (πρβλ. εγκώμιο… … Dictionary of Greek